Άρθρο του Γ. Παύλου, Γ’ Αντιπροέδρου Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου του αυτοκινήτου καλούνται να σταθούν όρθιες μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων ανακατατάξεων, αυξημένων απαιτήσεων και ταυτόχρονα διαρκών πιέσεων. Από τη θέση του επαγγελματία που βιώνει καθημερινά τις συνθήκες του χώρου θεωρώ αναγκαίο να αναδείξουμε τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στον κλάδο και να θέσουμε επί τάπητος τις προσδοκίες αλλά και τις αναγκαιότητες που θα κρίνουν την επιβίωση και την πρόοδό μας.
Ο κλάδος του αυτοκινήτου περιλαμβάνει έναν ευρύτατο αριθμό δραστηριοτήτων, συντήρηση, επισκευές, ανταλλακτικά, φανοποιεία, ηλεκτρολογεία, διαγνωστικά κέντρα Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των επιχειρήσεων είναι η ανάγκη για συνεχώς αυξανόμενο τεχνολογικό εξοπλισμό, χώροι πολλών τετραγωνικών, ειδική υποδομή, ανθρώπινο δυναμικό με εξειδίκευση και φυσικά η ικανότητα να παρακολουθούν τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της αυτοκίνησης , από την ηλεκτροκίνηση έως τις ψηφιακές διαγνωστικές πλατφόρμες.
Ωστόσο, η πραγματικότητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου μας είναι διαφορετική. Το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί δυσανάλογα. Οι επαγγελματικοί χώροι που απαιτεί η φύση της εργασίας μας επιφέρουν δυσβάσταχτα ενοίκια Παράλληλα, το ενεργειακό κόστος που αγγίζει κάθε λειτουργική διαδικασία, από τα διαγνωστικά μηχανήματα μέχρι την απλή θέρμανση ενός χώρου απορροφά ένα μεγάλο ποσοστό από τα ήδη περιορισμένα περιθώρια κέρδους.
Μέσα σε όλα αυτά, οι πελάτες μας αντιμετωπίζουν τις δικές τους δυσκολίες. Η αγοραστική δύναμη της κοινωνίας συνεχώς φθίνει. Οι καταναλωτές αναβάλλουν απαραίτητες εργασίες στο όχημά τους ή επιλέγουν την απολύτως βασική συντήρηση, με αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών μας. Την ίδια στιγμή, ο κλάδος μας έρχεται αντιμέτωπος με μεγάλες αλυσίδες, αντιπροσωπείες και πολυεθνικά σχήματα που διαθέτουν άλλους πόρους, διαφορετικές δυνατότητες και σαφώς ευνοϊκότερες συνθήκες προβολής και λειτουργίας.
Η πρόσβαση σε επιδοτήσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία, αν και υπάρχει θεωρητικά, στην πράξη παραμένει δύσβατη. Η πολυπλοκότητα των διαδικασιών από τα αντίστοιχα προγράμματα, δημιουργεί ένα τοπίο άνισου ανταγωνισμού, όπου οι μικροί παλεύουν να σταθούν χωρίς τα εφόδια που δικαιούνται.
Η ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό γίνεται πλέον επιτακτική. Οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης αγοράς, να αποκτήσουν διαδικτυακή παρουσία, να αξιοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες και να οργανώνουν το πελατολόγιό τους με σύγχρονα εργαλεία. Όμως, τις περισσότερες φορές, τους λείπει τόσο η τεχνική υποστήριξη όσο και η οικονομική ενίσχυση που θα τους επέτρεπαν να κάνουν αυτό το κρίσιμο βήμα
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι σαφές πως ο κλάδος μας χρειάζεται στήριξη με ουσιαστικά μέτρα:
- Επιδότηση εξοπλισμού και τεχνολογικής αναβάθμισης,
- Μείωση των ενοικίων μέσω ειδικών φοροαπαλλαγών για επαγγελματικά ακίνητα που εξυπηρετούν βιοτεχνική ή τεχνική δραστηριότητα,
- Στοχευμένα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης για μικρές επιχειρήσεις,
- Θεσμική αναγνώριση και εκπροσώπηση στις αποφάσεις για τον σχεδιασμό του μέλλοντος της αυτοκίνησης.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο κορμός της ελληνικής τεχνικής αγοράς, της πραγματικής οικονομίας και της τοπικής απασχόλησης , εάν τους δοθούν τα κατάλληλα εργαλεία, μπορούν να καινοτομήσουν, να εκπαιδευτούν, να αναπτυχθούν και να στηρίξουν τις ανάγκες της αγοράς και της χώρας ,είναι οι επιχειρήσεις που μπορούν να να εξελιχθούν και να συνεχίσουν να υπηρετούν με συνέπεια και επαγγελματισμό τον καταναλωτή.
Γ΄Αντιπρόεδρος Β.Ε.Α.