Του Γιώργο Παύλου*
Σε μια περίοδο όπου η Ελληνική αγορά προσπαθεί να ανακάμψει από τις βαριές συνέπειες της πανδημίας, του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης, ένα νέο κύμα επιβαρύνσεων δημιουργεί νέα εμπόδια στον δρόμο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Πρώτα ήταν η πανδημία, στη συνέχεια η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, η τεκμαρτή φορολόγηση, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στα ενοίκια επαγγελματικής στέγης και οι αυξήσεις στα δημοτικά τέλη σε δυσθεώρητα ύψη, έχουν καταστήσει το επιχειρείν σχεδόν αδύνατο. Αυξήσεις, που επηρεάζουν άμεσα και τα νοικοκυριά.
Οι ιδιοκτήτες επαγγελματικών ακινήτων, αξιοποιώντας τη ζήτηση σε σημεία υψηλής εμπορικής αξίας, προχωρούν σε σημαντικές αυξήσεις στα ενοίκια. Μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που ήδη πασχίζουν να καλύψουν τα λειτουργικά και φορολογικά τους βάρη, βρίσκονται πλέον με την πλάτη στον τοίχο. Τα τελευταία χρόνια, σε πολλές περιπτώσεις, τα ενοίκια έχουν αυξηθεί από 20% έως και 40%, χωρίς να υπάρχει καμία ανάλογη αύξηση στον τζίρο ή στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το πλαφόν του 3% δεν ευδοκιμεί μιας και τα συμβόλαια πλέον είναι ετήσια στις περισσότερες περιπτώσεις κάτι που αυξάνει ακόμα πιο πολύ την αβεβαιότητα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, έρχεται και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να προσθέσει επιπλέον βάρος. Πολλοί δήμοι επιβάλλουν παράλογες αυξήσεις στα δημοτικά τέλη, αυξήσεις που σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν στο 100%, ειδικά στους επαγγελματικούς χώρους επικαλούμενοι την ανάγκη για συντήρηση και ανάπτυξη υποδομών. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: υψηλότερο λειτουργικό κόστος για τον επαγγελματία, ο οποίος καλείται να πληρώσει για υπηρεσίες που δεν βελτιώνονται στην πράξη.
Η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται μη βιώσιμη. Ήδη, παρατηρούνται περιπτώσεις επιχειρήσεων που αναγκάζονται να μετακινηθούν εκτός κέντρων πόλεων ή τουριστικών περιοχών, λόγω κόστους, ενώ άλλες κλείνουν οριστικά. Η επιχειρηματικότητα δεν πλήττεται πλέον μόνο από τους κανόνες της αγοράς, αλλά και από ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο εχθρικό.
Στο μεταξύ, η ενεργειακή κρίση παραμένει παρούσα. Οι λογαριασμοί ρεύματος και καυσίμων, εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικοί, ενώ οι διακυμάνσεις στις τιμές, δημιουργούν αβεβαιότητα. Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μια σειρά μέτρων όπως επιδοτήσεις, κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, που όμως δεν επαρκούν για να δώσουν ουσιαστική ανάσα στη μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση. Στην πράξη, η καθημερινότητα του επαγγελματία, παραμένει εξίσου δύσκολη και απαιτητική.
Η μικρή επιχείρηση – το μαγαζί της γειτονιάς, το συνεργείο, το καφέ, το μικρό λογιστικό γραφείο , η μικρή βιοτεχνία, παλεύει για να επιβιώσει, συχνά χωρίς καμία στήριξη. Το «επιχειρείν» στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως στους λίγους που ακόμα αντέχουν. Αλλά και η αντοχή έχει όρια.
Είναι πλέον αναγκαίο η Πολιτεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους. Χρειάζονται στοχευμένες ρυθμίσεις, που να προστατεύουν την επιχειρηματικότητα: πλαφόν στις αυξήσεις ενοικίων επαγγελματικής στέγης, δίκαιος υπολογισμός δημοτικών τελών, πραγματικά μέτρα ενίσχυσης για το ενεργειακό κόστος.
Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις, κινδυνεύουμε να χάσουμε τον πιο ζωντανό και δημιουργικό πυρήνα της ελληνικής οικονομίας: τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Μην ξεχνάμε άλλωστε, πως ειδικά η μικρή και πολύ μικρή βιοτεχνία, η παραγωγική επιχείρηση, δεν δημιουργούν απλώς θέσεις εργασίας αλλά παράγουν πραγματικό πλούτο για τη χώρα. Είναι αυτές, που κρατούν την παραγωγή εντός συνόρων, που στηρίζουν την εγχώρια οικονομία με προϊόντα, εξαγωγές και τεχνογνωσία. Σε αντίθεση με το απλό εμπόριο, όπου το χρήμα πολλές φορές φεύγει προς το εξωτερικό μέσω εισαγωγών, η παραγωγή διατηρεί και ενισχύει την εθνική αυτάρκεια. Αν αφήσουμε αυτόν τον τομέα να μαραζώσει, θα υπονομεύσουμε όχι μόνο το σήμερα, αλλά και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
*Ο Γιώργος Παύλου είναι Βιοτέχνης και Γ΄ Αντιπρόεδρος του ΒΕΑ