«Ματωμένη Πέμπτη, 10 Μαρτίου 1927»
Σε μια συγκινητική εκδήλωση, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου τιμής, αφιερωμένο στους Πεσόντες της πρώτης Πανεπαγγελματικής Απεργίας στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου του 1927, επαγγελματοβιοτέχνες, Γεώργιο Γεράλδη, Μιχαήλ Κόντο και Κόδρο Μπενούκα, που σκοτώθηκαν στην πρώτη πανεπαγγελματική κινητοποίηση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Το Μνημείο, που στήθηκε επί της οδού Πανεπιστημίου 42-44, δώρισαν με κοινή χορηγία τους, στο Δήμο Αθηναίων, η ΓΣΕΒΕΕ με το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΒΕΑ) και είναι φιλοτεχνημένο από την γλύπτρια, Αγγέλικα Κοροβέση.
Στην ομιλία του ο πρόεδρος του Β.Ε.Α Παύλος Ραβάνης, τόνισε:
«Είναι φόρος τιμής στους αγωνιστές της πρώτης πανεπαγγελματικής απεργίας, στην ιστορική εκείνη πορεία. Αίτια που οδήγησαν, παρά τον εκφοβισμό και τις κάθε είδους απειλές που δέχθηκαν, στην πρώτη μεγάλη απεργία – σταθμό για τις τάξεις των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων, υπήρξαν η αύξηση του ενοικιοστασίου, νέα φορολογικά μέτρα, πληθωρισμός και οικονομική δυσπραγία με υποτίμηση της δραχμής, στοχοποίηση των επαγγελματοβιοτεχνών για αισχροκέρδεια.
Αναφέροντάς τα, μας δημιουργείται μια αίσθηση αναχρονισμού, αφού για τα αιτήματα αυτά – που βάλουν όχι μόνο τα δίκαια συμφέροντα αλλά και την ίδια την ουσία της ταυτότητας του επαγγελματοβιοτεχνικού και εμπορικού κόσμου της χώρας – συνεχίζεται αέναα ο αγώνας τους. Όπως και τότε, έτσι και μέχρι σήμερα, ο επαγγελματοβιοτεχνικός και εμπορικός κόσμος της χώρας, προσπάθησε και προσπαθεί, να συνδυάσει τη δυναμική διεκδίκηση, με την τεκμηριωμένη συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο για την
προάσπιση των συμφερόντων και την επίτευξη των διεκδικήσεών του, έχοντας πάντοτε «ευήκοα ώτα» και τείνοντας χείρα συνεργασίας, αποδεικνύοντας σε κάθε περίπτωση, την αποφασιστικότητα των συνδικαλιστικών αγώνων του».
Ιστορικό
Στο Α΄ Πανεπαγγελματικό Συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ, στις 8 Μαρτίου 1927, προκηρύσσεται γενική απεργία των επαγγελματοβιοτεχνών, ενάντια στις αποφάσεις της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαΐμη, για αύξηση του ενοικιοστασίου και νέα φορολογικά μέτρα. Τα σωματεία των επαγγελματιών και των βιοτεχνών καθώς και η ΓΣΕΒΕΕ ασκούσαν έντονες πιέσεις προκειμένου να διαχωριστούν στη νομοθεσία οι μικρομεσαίες από τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς οι διάφορες φορολογικές πολιτικές θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε διαφορετική κλίμακα, ενώ ζητούσαν την αναθεώρηση των ληστρικών σχεδόν συμβάσεων του ελληνικού δημοσίου με τις Ούλεν και Πάουερ.
Η μεγάλη πανελλαδική κινητοποίηση, με κλείσιμο καταστημάτων και επιχειρήσεων, προκάλεσε την αντίδραση της κυβέρνησης. Όπως αναφέρει η «Καθημερινή» στο ρεπορτάζ της, «εις την διάθεσιν της διευθύνσεως δημοσίας ασφαλείας» ετέθησαν «οι μαθηταί του σχολείου Χωροφυλακής, οι άνδρες του Αρχηγείου και της ανωτέρας διοικήσεως και της διοικήσεως χωροφυλακής» ένα «πλήρες τάγμα πεζικού, μετά πολυβόλων και μία ίλη ιππικού» καθώς και τρεις «αντλίαι του πυροσβεστικού λόχου» στις οποίες «επέβαινον ένοπλοι στρατιώται με σκοπόν να διαλύσουν πάσαν ενδεχομένην συγκέντρωσιν πολιτών».
Η πορεία στην Αθήνα ήταν μεγαλειώδης. Όταν στο ύψος του Αρσακείου, ζητήθηκε να σταματήσει και αυτό δεν έγινε δεκτό, αρχικά χρησιμοποιήθηκε η πυροσβεστική αντλία για να απωθήσει με το νερό τους διαδηλωτές και στη συνέχεια άρχισαν οι πυροβολισμοί.
«Ο υπολοχαγός Χριστοδούλου έδωκε το παράγγελμα “επί σκοπόν” και αμέσως κατόπιν “πυρ”. Ευθύς ηκούσθησαν εκατόν περίπου πυροβολισμοί. Τα ριφθέντα βλήματα εύρον μεταξύ των πρώτων τον σημαιοφόρον όστις και έπεσεν άπνους, ως και ένα άλλον ο οποίος εβοήθει αυτόν. […] Ο σημαιοφόρος πεσών εσκεπάσθη υπό του λαβάρου ο δε έτερος των φονευθέντων, αφού επροχώρησε μερικά βήματα κλονιζόμενος, κατέπεσεν άπνους. […] Το πλήθος μετά τους πρώτους πυροβολισμούς, ήρχισε να τρέχη πανικόβλητον προς όλας τας διευθύνσεις, ίνα σωθή. Κυρίως όμως ετράπη προς τας παρόδους της λεωφόρου Πανεπιστημίου, Σανταρόζα και Αρσάκη. Κατά την φυγήν πολλοί εκ των διαδηλωτών πεσόντες ετραυματίσθησαν διά μωλώπων ελαφρώς».
Τα επεισόδια αυτά, που έμειναν γνωστά ως «Ματωμένη Πέμπτη», στοίχισαν τη ζωή στους υποδηματοποιούς Γεώργιο Γεράλδη και Μιχάλη Κοντό, καθώς και στον υδραυλικό Κόδρο Μπενούκα. Το ίδιο βράδυ της ίδιας ημέρας ανακοινώθηκε η λύση της απεργίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης
Το μνημείο – Μήνυμα
Η γλυπτική σύνθεση της Αγγέλικας Κοροβέση, προς τιμήν και στη μνήμη των τριών θυμάτων της 10ης Μαρτίου 1927, του Γεώργιου Γεράλδη, του Μιχάλη Κοντού και του Κόδρο Μπενούκα αντλεί από φωτογραφικό ντοκουμέντο της διαδήλωσης της 10ης Μαρτίου 1927. Το μνημείο προσαρμοσμένο στην κλίμακα της πόλης, απεικονίζει ένα σύνολο ανθρώπων που αποδίδονται πανομοιότυπα με χαρακτηριστική ενδυμασία εποχής και με αφαιρετική διάθεση, ώστε να δίνεται η εντύπωση του πλήθους. Κυρίαρχο στοιχείο είναι τα καπέλα, που εναλλάσσονται σε διάφορα σχήματα. Με την επίδραση φωτός και σκιάς, η σύνθεση αποκτά πλαστικότητα και κίνηση, παραπέμποντας έτσι σε τρισδιάστατη αφήγηση διαδήλωσης πλήθους.
Ανάμεσα στο πλήθος δηλώνονται τρία κενά (περίγραμμα μορφών), που συμβολίζουν την παρουσία – απουσία των πεσόντων.
Σημειώνεται πως πρόκειται για το πρώτο μνημείο στην Αθήνα, αφιερωμένο σε απεργία.
Επίσης, πρόκειται για σύγχρονη προσέγγιση και, συγχρόνως νέα πρόταση στον τύπο του μνημείου πεσόντων, που απομακρύνεται από τους συνήθεις τύπους, διατηρεί ωστόσο το λευκό και ταπεινό του επιτύμβιου.
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, Ιστορικός της Τέχνης, Καθηγητής ΔΠΘ, η γλυπτική σύνθεση της Αγγέλικας Κοροβέση, δεν είναι απλά ένα αναθηματικό μνημείο πεσόντων – είναι μια σύγχρονη ποιητική γλυπτική σύνθεση από ανοδιωμένο αλουμίνιο που εξυμνεί και αναδεικνύει τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας.
Μια ημί-πυραμιδοειδής διευθέτηση ομαδοποιημένων καπελοφόρων στο χώρο, διαταράσσει την καθαρότητα του σχήματος. Το μάτι, συνηθισμένο στην ισορροπημένη γεωμετρία των σχημάτων, χάνει το ρυθμό του. Η οβάλ απόληξη με έξι ισοϋψείς ανδρικές μορφές καταργεί την αυστηρή κοινωνική ιεραρχία: δεν υπάρχει ένας ήρωας – θύμα στην κορυφή αλλά μια ομάδα. Το βλέπουμε στις μετόπες του Παρθενώνα. Αν η διαφοροποίηση των ανθρώπων ωφελεί την ατομικότητα, η συλλογικότητα είναι εκείνη που επιτυγχάνει κοινωνικούς στόχους. Και στο μνημείο της Κοροβέση τα θύματα ήρωες δεν έχουν ατομικά χαρακτηριστικά για να διακρίνονται ανάμεσα το πλήθος των πανομοιότυπων ανώνυμων μορφών. Στο πρώτο επίπεδο, η ομάδα έχει την ίδια αξία με τις ομάδες στα άλλα δύο επίπεδα που συγκρατούνται μεταξύ τους από τον λεπτεπίλεπτο σωματικό τους όγκο. Οποιαδήποτε μορφή μπορεί να είναι καθένας από τους αφηρωισμένους νεκρούς της απεργίας.
Τα μεγάλα κενά στη σύνθεση ανάμεσα στις μορφές, οι τρύπες στο γλυπτό -που θα λέγαμε, σπάνε την συμπαγή δομή του όγκου για να ελαφρύνουν τον στατικό δυναμισμό και την φαινομενική ακινησία των μορφών. Το βλέμμα του θεατή συμπληρώνει τα κενά του γλυπτού από τα κομμάτια του αστικού χώρου. Σε πρώτη ανάγνωση, το γλυπτό της Κοροβέση αναγκάζει τον θεατή να μπει στον πραγματικό χρόνο. Στην παραδοσιακή γλυπτική, ένα διαμπερές δημόσιο αναθηματικό γλυπτό είναι τολμηρό και ριψοκίνδυνο. Για την Κοροβέση, ο τρόπος που το γλυπτό κόβει το χώρο της Πανεπιστημίου και τον ενσωματώνει αποσπασματικά στη σύνθεση είναι μια αλληγορική εκδοχή στο διάλογο του κενού της μνήμης με το ιστορικό γεγονός.
Στην πάροδο του χρόνου, η μνήμη εξορθολογίζεται καθώς αποσυμπιέζεται από το συναίσθημα. Το μονόχρωμο μεταλλικό Μνημείο της Ματωμένης Πέμπτης της Αγγέλικας Κοροβέση είναι μια άλλη ματιά της σύγχρονης πραγματικότητας και μια βαθιά πολιτική δήλωση, ότι στις μέρες μας η συλλογικότητα είναι το ισχυρότερο μέσο για την προστασία της ατομικότητας και η συνεργασία το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η γλύπτρια Αγγέλικα Κοροβέση
Είναι Ελληνίδα εννοιολογική γλύπτρια, γνωστή για το έργο της βασισμένο στα ηχητικά κύματα των προφορικών λέξεων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Τα έργα της έχουν εκτεθεί ευρέως στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και περιλαμβάνονται σε μουσεία και δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές διεθνώς
Η Κοροβέση σπούδασε από το 1970 έως το 1975 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας υπό διάφορους δασκάλους γλυπτικής, συμπεριλαμβανομένου του Δημήτρη Καλαμαρά. Από το 1985 ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή ανάλυση των λέξεων, εμπνευσμένη από το έργο του Ιάννη Ξενάκη. Η Κοροβέση άρχισε να δημιουργεί έργα που δείχνουν τη χρήση της τεχνολογίας, της μουσικής και της επιστήμης, με τελικό αποτέλεσμα τα «γλυπτά ήχου» που αργότερα ονομάστηκαν SonArt.
Είναι γνωστή για τις πρωτοποριακές μελέτες της πάνω στις αόρατες και ρευστές ιδιότητες της Φύσης -την ένταση, τη δύναμη, την ισορροπία, τη μεταβολή, οι οποίες χαρακτηρίζουν επίσης κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα αλλά και τον ανθρώπινο πολιτισμό στο σύνολό του. Στα εννοιολογικά γλυπτά μας έχει δείξει πως μορφοποιείται η κίνηση, οι ιπποδυνάμεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά), τι είναι και πως επιτυγχάνεται η ισορροπία, ποιες είναι οι μορφές του ήχου (Ηχογλυπτομορφές), ποιες είναι οι πολλαπλά εναλλασσόμενες Πρωτεϊκές μορφές της Αλήθειας. Η πολυδιάστατη γλυπτική της συμπληρώνεται από μοναδικά και πρωτότυπα δημόσια γλυπτά τοποθετημένα στην Ελλάδα (Αθήνα, Πόρτο Ύδρα, Κορακόλιθο Λειβαδιάς, Μέτσοβο, Χαλκιδική, Κω), την Κύπρο και το εξωτερικό (Γαλλία, Κίνα). Το πλούσιο προσωπικό μορφοπλαστικό λεξιλόγιο που διαμόρφωσε σε τέσσερις σχεδόν δεκαετίες έρευνας πάνω στην έννοια και την ύλη της μορφής, ξεκινώντας από τη μελέτη της τέχνης της αρχαιότητας για να φτάσει στη σύγχρονη ψηφιακή τέχνη, φανερώνει ακριβώς το βασικότερο χαρακτηριστικό της τέχνης: να ανατρέπει τις συνήθειες μας.
Η ίδια έχει δηλώσει: «Απαγκιστρωμένη από μια περιορισμένη αλήθεια για την εικόνα, ενδιαφέρομαι τα έργα να εκφράζουν την εποχή τους, να είναι στοχαστικά με πολλές προεκτάσεις και ερμηνείες, να είναι εναρμονισμένα με το περιβάλλον στις φυσικές και νοηματικές διαστάσεις τους και να υπηρετούν τη συλλογική συνείδηση ως Μνημεία.»
Το 2008, η Κοροβέση έλαβε το βραβείο «Silver Olympic Medal» στο Διεθνή Διαγωνισμό Γλυπτικής «Ολυμπιακό Πνεύμα στο Πεκίνο 2008».